- εγκεφαλίτιδα
- Φλεγμονή του εγκεφάλου. Συνήθως οφείλεται σε παθογόνους παράγοντες που φτάνουν εκεί είτε με απευθείας μετάδοση από τις μήνιγγες είτε μεταφέρονται με το αίμα και τη λέμφο από άλλα όργανα. Ταξινομείται ανάλογα (α) με το αν είναι πρωτοπαθής (από νευροτρόπιο ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο με δήγμα εντόμου από πάσχον ζώο) ή δευτεροπαθής (μετά από γενικευμένη λοίμωξη, όπως ιλαρά, παρωτίτιδα, γρίπη, τύφο ή εμβολιασμό, π.χ. δαμαλισμό), (β) ανάλογα με το αίτιο (μικρόβιο, ιός, πρωτόζωο, μόλυβδος κλπ.) και (γ) ανάλογα με το αν προσβάλλει τη φαιά ή τη λευκή ουσία του νευρικού συστήματος. Η νόσος χαρακτηρίζεται κλινικά από έντονο πονοκέφαλο, ναυτία, εμετό, υπνηλία έως και λήθαργο, πυρετό, διαταραχές της όρασης, μεταβολές του μυϊκού τόνου, παράλυση, σπασμούς και θόλωση της διάνοιας. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, όταν ξεπεραστεί το οξύ επεισόδιο, συχνά παραμένει μια διαταραχή που εκδηλώνεται με επιβράδυνση των ψυχικών λειτουργιών, βραδύτητα στην εκτέλεση κινήσεων, αύξηση του μυϊκού τόνου, ελάττωση της μιμικής του προσώπου, διαταραχές στην όραση ή στην ακοή, επιληπτικές κρίσεις, άνοια κλπ. Η θεραπεία της ε. βασίζεται στη χορήγηση αντιβιοτικών ευρέως φάσματος και κορτικοστεροειδών.
* * *και εγκεφαλίτις, ηφλεγμονώδης, μη πυώδης πάθηση τού εγκεφάλου.
Dictionary of Greek. 2013.